ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Κείμενο για τον Εκλογικό Νόμο

Ο εκλογικός νόμος αποτελεί στοιχείο αποτύπωσης των πολιτικών συσχετισμών, δεν αποτελεί όμως πανάκεια για τη λύση των λειτουργικών προβλημάτων του πολιτικού συστήματος. Η αναλογική εκπροσώπηση δεν αποτελεί το αποκλειστικό κριτήριο της πολιτικής επιβίωσης ή ενδυνάμωσης των «μικρότερων» κομμάτων.

Η δημοκρατία στηρίζεται στην ανάδειξη αντιπροσώπων των πολιτών μέσω εκλογικών διαδικασιών που οφείλουν να αναπαράγουν όσο πιο αντιπροσωπευτικά μπορούν διακριτές ομάδες πολιτών. Η ύπαρξη κομμάτων (πολιτικών θεσμών αντιπροσώπευσης και διαχείρισης) οδηγεί σε κομματικά υποδεικνυόμενους εκπροσώπους που λειτουργούν σαν ενδιάμεσοι.

Η εκλογική διαδικασία πραγματοποιείται σε εκλογικές ενότητες -περιφέρειες- που ο σχηματισμός τους υπακούει σε γενικά και απλά κριτήρια. Μπορούμε να περιγράψουμε τις εξής κατηγορίες κριτηρίων:

Πληθυσμιακά

Οι περιφέρειες πρέπει να είναι περίπου ισοδύναμες. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αντιστοιχούν περίπου στον ίδιο αριθμό εκλογέων και κατ' επέκταση στον ίδιο αριθμό βουλευτών . Το παραπάνω ικανοποιεί την απαίτηση ισότιμων όρων πολιτικού ανταγωνισμού (να καταβάλουν δηλαδή όλοι οι υποψήφιοι και τα κόμματα σε κάθε περιφέρεια περίπου την ίδια προσπάθεια) την απαίτηση να μην διακρίνονται οι περιφέρειες (και κατ' επέκταση οι βουλευτές) σε πρώτης (σημαντικές) και δεύτερης κατηγορίας (λιγότερο σημαντικές).

Ταυτόχρονα πρέπει οι εκλογικές περιφέρειες να έχουν σχεδόν την ίδια πληθυσμιακή πυκνότητα, πράγμα που συνήθως είναι ιδιαίτερα δύσκολο δεδομένης της διάκρισης σε αστικό χώρο και ύπαιθρο.

Κοινωνικά

Οι περιφέρειες πρέπει να αντιστοιχούν σε κοινωνικά σχετικά συμπαγείς περιοχές, ώστε να ικανοποιείται η απαίτηση ισότιμης εκπροσώπησης των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περιφέρειες πρέπει να είναι απόλυτα ενιαίες στο εσωτερικό τους, δηλαδή οι εκλογείς τους να ανήκουν στην ίδια κοινωνική ομάδα αλλά ότι πρέπει στο μέτρο του δυνατού να αποφεύγονται ακραίες και πολλές κοινωνικές ανισότητες. Άλλωστε η δομή των ελληνικών πόλεων και της υπαίθρου απέχει από το μοντέλο γκετο (αυστηρά ομογενών κοινωνικά περιοχών κατοικίας). Γενικά οι περιοχές κατοικίας είναι μεικτού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγή είναι η Β' Αθηνών με πολλές και ακραίες κοινωνικές ανισότητες.

Ταυτόχρονα πρέπει να διατηρούνται στο εσωτερικό κάθε περιφέρειας κοινές κατά το δυνατό πολιτισμικές και πολιτιστικές παραδόσεις και έθιμα.

Γεωγραφικά

Κάθε περιφέρεια πρέπει να έχει σχεδόν συμπαγές σχήμα. Με τον αυστηρό μαθηματικό ορισμό αυτό σημαίνει ότι αν ενώσουμε οποιαδήποτε δύο σημεία της με μια ευθεία γραμμή η γραμμή αυτή πρέπει να βρίσκεται μέσα στην περιφέρεια. Φυσικά αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, αλλά πρέπει όσο το δυνατό να πλησιάζει σε αυτή την εικόνα. Η Β' Αθηνών και πάλι είναι χαρακτηριστικά εκτός του κριτηρίου αυτού. Έχει μια τρύπα στη μέση (Α' Αθηνών).

Το σύνορο της περιφέρειας πρέπει να είναι μια συνεχής γραμμή, δηλαδή να μην χωρίζεται σε δύο κομμάτια που δεν έχουν τομή (που το καθένα είναι μέσα σε μια άλλη περιφέρεια) ή η τομή τους να είναι ένα σημείο (όπως συμβαίνει στο Δήμο Μενεμένης, όπου ο Δενδροπόταμος και ο υπόλοιπος Δήμος επικοινωνούν μόνο σε ένα σημείο). Προφανώς από το παραπάνω εξαιρούνται τα νησιά, όπου η θάλασσα που μεσολαβεί θεωρείται ότι ανήκει στην περιφέρεια.

Το σχήμα τους δεν πρέπει απέχει πολύ από τον κύκλο, να μην είναι δηλαδή μια μακριά λεπτή λωρίδα ή να ορίζουν μια επιφάνεια ακανόνιστου σχήματος.

Δεν πρέπει να χωρίζονται στο εσωτερικό τους από φυσικά σύνορα που εμποδίζουν την επικοινωνία όπως οροσειρές, μεγάλα ποτάμια ή από τεχνητά σύνορα, όπως δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας.

Τα κοινά σύνορα δύο περιφερειών πρέπει να είναι σαφή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγή ορίων είναι η χάραξη στο εσωτερικό του Πολεοδομικού Συγκροτήματος όπου από τη μια πλευρά του δρόμου βρίσκεται ένας Δήμος και από την άλλη ένας άλλος.

Πολιτικά

Σε κάθε περιφέρεια πρέπει να εξασφαλίζονται οι ίδιες σχετικά συνθήκες επικοινωνίας, δηλαδή να υπάρχει ισότιμη πρόσβαση σε όλες τις περιοχές κατοικίας (να μην είναι δηλαδή αισθητά δυσκολότερο να επισκεφτείς κάποιες σε σχέση με κάποιες άλλες), και να απαιτείται περίπου το ίδιο κόστος προσπάθειας για την προεκλογική εκστρατεία.

Προφανώς η εκλογική διαίρεση δεν πρέπει απαραίτητα να ακολουθεί την διοικητική διαίρεση . Οι βουλευτές εκλέγονται για να αντιπροσωπεύουν τους εκλογείς μιας περιοχής και όχι για ασκούν τη διοίκηση της. Αποτελούν μέλη του Κοινοβουλίου που ασκεί νομοθετική και όχι εκτελεστική εξουσία. Η τοπική διοίκηση ασκείται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση Α' και Β' Βαθμού και η κυβερνητική πολιτική ασκείται μέσω της περιφέρειας που εκπροσωπεί την Κυβέρνηση και εξειδικεύει σε περιφερειακό επίπεδο την πολιτική της . Έντονο είναι το αίσθημα των πολιτών ότι όταν μπλέκονται πολλοί «αρμόδιοι» και δεν υπάρχει διάκριση αρμοδιοτήτων και αποφάσεων η δημιουργούμενη σύγχυση ανατρέπει την όποια αποτελεσματικότητα. Σαν πολιτικό προσωπικό δεν πρέπει να ασκούν μέρος των αρμοδιοτήτων του Δημάρχου, του Νομάρχη αλλά να αποτελούν διακριτούς εκπροσώπους κοινωνικών ομάδων και προφανώς κομμάτων.

Προφανώς δεν είναι απαραίτητο να διατηρούνται οι ίδιες αναλογίες μεταξύ των κομμάτων σε κάθε περιφέρεια.

Επιπλέον το εκλογικό σύστημα πρέπει να ικανοποιεί κάποιες γενικότερες αρχές. Μερικές βασικές είναι οι εξής:

Η απαίτηση της αντιπροσωπευτικής καταγραφής

Στηρίζεται στην ιδέα της αντιπροσωπευτικότητας μικρών γεωγραφικών και κοινωνικών ενοτήτων ψηφοφόρων. Συνήθως, ένα μέρος του συνόλου των εκπροσώπων αναδεικνύονται σαν κομματικοί αντιπρόσωποι και ένα μέρος σαν γεωγραφικοί ή κοινωνικοί αντιπρόσωποι.

Η απαίτηση της απλότητας

Το εκλογικό σύστημα πρέπει να είναι απλό και εύκολα κατανοητό από τους εκλογείς. Πρέπει να έχει σαφείς κανόνες και να εξασφαλίζει ότι στο επίπεδο λειτουργίας της αντιπροσωπευτικότητας έχει ίδιο βάρος για κάθε εκλογέα. Στην αναλογική πρέπει να εκπροσωπείται κάθε γεωγραφική ενότητα με τον ίδιο τρόπο (ίσου αριθμού βουλευτών εκλογικές περιφέρειες άρα ίδιου εκλογικού μέτρου εκλογικές περιφέρειες )

Η ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου του Βουλευτή

Ο αντιπρόσωπος πρέπει να έχει διακριτό ρόλο ευθύνης στο πολιτικό σύστημα και να είναι δυνατόν να ελεγχθεί άμεσα από αυτούς που αντιπροσωπεύει. Είναι φανερό ότι το μικρό εκλογικό σώμα έχει μεγαλύτερες δυνατότητες ελέγχου. Σε αυτήν την περίπτωση ο βουλευτής αντλεί τη δύναμη του από το τοπικό εκλογικό σώμα στο οποίο είναι υπόλογος. Το σημερινό σύστημα αφήνει τις δυνατότητες ελέγχου στο κόμμα το οποίο εξ ονόματος των εκλογέων ελέγχει το βουλευτή. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι η υποβάθμιση του βουλευτή σε στοιχείο του κόμματος, που τον χειραγωγεί ώστε να τον αναδείξει, και υποβιβάζει το αντιπροσωπευτικό θεσμικό σώμα σε άθροισμα διαμεσολαβητικών μηχανισμών . Παράλληλα όμως λειτουργεί αντισταθμιστικά στη νοοτροπία που θέλει το κοινοβούλιο άθροισμα ιδιαιτέρων τοπικών συμφερόντων.

Η τήρηση των παραπάνω αρχών και κριτηρίων δεν είναι σχεδόν ποτέ δυνατή. Συνήθως για το σχηματισμό των εκλογικών περιφερειών βασιζόμαστε σε διαδικασίες που ελαχιστοποιούν τις αποκλίσεις από αυτά είτε σαν σύνολο (επιλέγεται δηλαδή η λύση που συνολικά δημιουργεί τις λιγότερες αποκλίσεις από όλες τις ενδεχόμενες λύσεις) είτε ελαχιστοποιούν τη μεγαλύτερη από τις αποκλίσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή των κριτηρίων. Για το θέμα αυτό έχουν αναπτυχθεί πολλές μέθοδοι και τεχνικές διαδικασίες που κυρίως εμπίπτουν στο χώρο των εφαρμοσμένων μαθηματικών. Σε άλλες χώρες ο σχεδιασμός και η διόρθωση ανατίθεται σε ανεξάρτητες αρχές υπό τον θεσμικό έλεγχο του κοινοβουλίου και στην υποχρεωτική εκπαίδευση διδάσκονται παραδείγματα κατανομής βουλευτικών εδρών και σχηματισμού εκλογικών περιφερειών.

Ίσως είναι καιρός να προχωρήσουμε στον εκσυγχρονισμό της διοικητικής διαίρεσης της χώρας θεσπίζοντας εκ των προτέρων απλά και λογικά κριτήρια -θεσμικό πλαίσιο- που η εφαρμογή τους στα «δεδομένα» -κατανομή του πληθυσμού και γεωγραφική διασπορά- από όποιον και αν γίνει θα οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Θα είναι δηλαδή επιστημονικά . Και θα γίνεται από ένα θεσμικό όργανο που θα είναι προσαρτημένο στο Κράτος και όχι στη κυβέρνηση, δηλαδή θα είναι αμερόληπτο .

Προφανώς το ιδεατό θα ήταν η επαναχάραξη -από μηδενική βάση- του εκλογικού χάρτη της χώρας με βάση τα παραπάνω κριτήρια. Άλλωστε, όλα αλλάζουν.

Η περίπτωση της Α΄ Θεσσαλονίκης

Συζητώντας για την διαίρεση της Α' Θεσσαλονίκης σε δύο εκλογικές περιφέρειες πρέπει να πάρουμε υπόψη τα παραπάνω αναφερόμενα κριτήρια. Προφανώς, όπως άλλωστε αναφέρθηκε δεν είναι αναγκαστικό να τηρηθούν όλα απόλυτα. Η απαίτηση να είναι ίσου πληθυσμιακού μεγέθους μπορεί να δημιουργήσει ουσιαστικά προβλήματα στο γεωγραφικό τους σχήμα. Έτσι είμαστε αναγκασμένοι να επιλέξουμε λύσεις που δεν αποκλίνουν «πολύ» από το κριτήριο της ισότητας του πληθυσμού (αντί 8 και 8 έδρες να έχουμε 7 και 9 έδρες), λύσεις που δεν αποκλίνουν πολύ από τα πολιτικά κριτήρια (αντί δύο περιφέρειες που τα κόμματα να είχαν ακριβώς την ίδια δύναμη που είχαν στην Α΄ Θεσσαλονίκης να έχουμε δύο περιφέρειες που τα κόμματα να έχουν «περίπου» την ίδια δύναμη που είχαν στην Α΄ Θεσσαλονίκης), αντί το ιδεατό σχήμα δύο κύκλων να έχουμε ένα σχήμα δύο «περίπου» κύκλων με σαφές και διακριτό σύνορο. Φυσικά περιοχές που ανήκουν στην ίδια περιφέρεια δεν πρέπει να είναι «νησίδες» μέσα σε άλλη και η εξωτερική γραμμή της περιφέρειας να είναι κλειστή συνεχής γραμμή.

Από όλους τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους μπορεί να διαιρεθεί η Α' Θεσσαλονίκης σε δύο περιφέρειες θα ασχοληθούμε με δύο. Ο πρώτος διατηρεί τον Δήμο Θεσσαλονίκης σαν ξεχωριστή περιφέρεια (ΘΕΣ1) και ενώνει τους υπόλοιπους Δήμους που σήμερα ανήκουν στην Α΄ Θεσσαλονίκης σε μια άλλη (ΘΕΣ2). Ο δεύτερος χωρίζει την σημερινή Α' Θεσσαλονίκης κατά τον άξονα που περνάει από το πάρκο της παραλίας, την ΔΕΘ, το ΑΠΘ και το περιαστικό δάσος σε ΚΕΝΤΡΟΔΥΤΙΚΗ και ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ περιφέρεια. Πριν ασχοληθούμε με τους συσχετισμούς κομμάτων και υποψηφίων που θα είχαν παραχθεί στις προηγούμενες Βουλευτικές εκλογές, γεγονός που είναι ιδιαίτερα αυθαίρετο γιατί η πραγματικότητα μπορεί να δημιουργήσει διαφορετικά αποτελέσματα, ας δούμε τη συμβαίνει σε σχέση με τα παραπάνω κριτήρια.

Πληθυσμιακά

Η πρώτη λύση (ΘΕΣ1και ΘΕΣ2) οδηγεί σε δύο περιφέρειες ίσου αριθμού βουλευτών (8 και 8). Η δεύτερη (ΚΕΝΤΡΟΔΥΤΙΚΗ και ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ) οδηγεί σε δύο περιφέρειες με 9 και 7 βουλευτικές έδρες αντίστοιχα.

Κοινωνικά

Η πρώτη λύση διατηρεί την ανομοιομορφία που υπάρχει στο εσωτερικό του Δήμου Θεσσαλονίκης (Β και Γ διαμέρισμα, Α διαμέρισμα, Δ και Ε διαμέρισμα) και στην διάκριση μεταξύ της Τριανδρίας και της Καλαμαριάς σε σχέση με τους άλλους ΟΤΑ του ΠΣΘ. Η δεύτερη διατηρεί μερικά την ανομοιομορφία στο κομμάτι του Δήμου (Β και Γ διαμέρισμα, Α διαμέρισμα) οδηγώντας σε διάκριση μεταξύ του Α διαμερίσματος και της υπόλοιπης περιφέρειας. Ταυτόχρονα η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ περιφέρεια είναι σχεδόν ομοιογενής.

Γεωγραφικά

Κατά την πρώτη λύση υπάρχει μια συμπαγής περιφέρεια (ΘΕΣ1) με μια νησίδα (τις 40 Εκκλησιές) και μια περιφέρεια που είναι χωρισμένη σε τρία κομμάτια που δεν επικοινωνούν, την Καλαμαριά, την Τριανδρία και τους υπόλοιπους Δήμους. Το σύνορο των δύο περιφερειών είναι δυσδιάκριτο. Κατά τη δεύτερη υπάρχουν δύο συμπαγείς περιφέρειες με σαφές και διακριτό σύνορο.

Πολιτικά

Οι συνθήκες ανταγωνισμού δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα είναι σχεδόν ταυτόσημες. Κατά την πρώτη λύση μοιραία θα επικεντρωθεί στην ΘΕΣ1με υποβάθμιση της ΘΕΣ2 και κατά την δεύτερη στο εσωτερικό της ΚΕΝΤΡΟΔΥΤΙΚΗΣ ο άξονας του ενδιαφέροντος θα μετακινηθεί από το Α διαμέρισμα κυρίως στην υπόλοιπη περιφέρεια. Η προεκλογική προσβασιμότητα κατά την πρώτη θα είναι αισθητά δυσκολότερη στην ΘΕΣ2.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι κατά όλα τα κριτήρια η δεύτερη λύση (ΚΕΝΤΡΟΔΥΤΙΚΗ και ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ) είναι προτιμότερη από την πρώτη (ΘΕΣ1και ΘΕΣ2).

Ας δούμε πως θα αποτυπώνονταν με τα δεδομένα των προηγούμενων εκλογών -επισημαίνοντας ξανά ότι περιέχει μια σχετική αυθαιρεσία- η δύναμη των κομμάτων στις δύο περιφέρειες. Για την ανάλυση παρατίθενται τα στοιχεία της δύναμης των κομμάτων στους ΟΤΑ της Α' Θεσσαλονίκης και στα διαμερίσματα του Δήμου Θεσσαλονίκης (Πίνακας 1).

Από τον παραπάνω πίνακα προκύπτει ο πίνακας 2 που δίνει το ποσοστό των κομμάτων για κάθε μια από τις δύο λύσεις

Από τον παραπάνω πίνακα 2 είναι φανερό ότι η δεύτερη λύση παράγει δύο περιφέρειες με ίδιο σχεδόν πολιτικό προσανατολισμό με την αρχική περιφέρεια (Α' Θεσσαλονίκης) διατηρώντας τα ποσοστά των κομμάτων στις ισορροπίες της Α' Θεσσαλονίκης, ενώ η πρώτη παράγει δύο περιφέρειες με σαφώς διαφορετικό προσανατολισμό.

Ιδιαίτερο στοιχείο ενδιαφέροντος είναι η αποτύπωση των δυνάμεων του πολιτικού προσωπικού της Περιφέρειας. Από τα παραπάνω έγινε φανερό ότι η δεύτερη λύση παράγει δύο πολιτικά ισότιμες περιφέρειες στις οποίες διατηρούνται τα ποσοστά των κομμάτων που είχαν καταγραφεί στην αρχική περιφέρεια. Τονίζοντας ότι ο πολιτικός ανταγωνισμός για τους υποψήφιους προφανώς έχει ιδιαίτερα στοιχεία που επηρεάζονται αποφασιστικά από την συγκρότηση της εκλογικής περιφέρειας και τη χρονική στιγμή (νέοι υποψήφιοι, συγκυρίες, κομματικές θέσεις, θέσεις στην κυβέρνηση κ.λ.π) θα διακινδυνεύσουμε να περιγράψουμε τη δύναμη των υποψηφίων βουλευτών των προηγούμενων βουλευτικών εκλογών σε κάθε μια από τις δύο λύσεις. Το μέγεθος που εξετάζεται είναι το ποσοστό των σταυρών κάθε υποψηφίου στο σύνολο των ψηφοδελτίων του κόμματος του. Για παράδειγμα 40% σημαίνει ότι ο τάδε υποψήφιος επιλέχθηκε από το 40% των ψηφοφόρων του κόμματος του. Η παράθεση των στοιχείων γίνεται για τους υποψηφίους των δύο «μεγάλων» κομμάτων γιατί στα υπόλοιπα κόμματα του κοινοβουλίου (ΚΚΕ και ΣΥΝ) υπάρχει έντονη πολιτική παράδοση κατεύθυνσης των οπαδών-ψηφοφόρων προς την επιλογή της κομματικής ηγεσίας (εντονότερη στο ΚΚΕ και λιγότερο έντονη στον ΣΥΝ).

Πίνακας 3 Ποσοστό σταυρών των10 πρώτων στο ψηφοδέλτιο ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές 2000 στους ΟΤΑ της Α' Θεσσαλονίκης και στα διαμερίσματα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αναγράφεται επίσης η σειρά εκλογής όπως προέκυψε από την καταμέτρηση των σταυρών

Από τον πίνακα 3 προκύπτει ο πίνακας 4 που αποτυπώνει το ποσοστό σταυρών για κάθε μια από τις αναφερόμενες λύσεις.

Πίνακας 4 Ποσοστό σταυρών και σειρά εκλογής για τις δύο αναφερόμενες λύσεις. Υποψήφιοι ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές 2000 στην Α' Θεσσαλονίκης

Είναι φανερό ότι η δεύτερη λύση διαταράσσει περισσότερο τις ισορροπίες της Α΄ Θεσσαλονίκης παρόλο που η διαταραχή και με τις δύο λύσεις είναι μικρή.

Στους πίνακες 5 και 6 δίνονται τα αντίστοιχα μεγέθη για τους υποψηφίους της ΝΔ.

Από τον πίνακα 5 προκύπτει ο πίνακας 6 που αποτυπώνει το ποσοστό σταυρών για κάθε μια από τις αναφερόμενες λύσεις.

Είναι φανερό από τον παραπάνω πίνακα ότι και οι δύο λύσεις διαταράσσουν τις ισορροπίες με μικρότερη διαταραχή στη δεύτερη λύση.

Όπως τονίστηκε παραπάνω οι πίνακες 4 (υποψήφιοι ΠΑΣΟΚ) και 6 (υποψήφιοι ΝΔ) δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές συνθήκες πολιτικού ανταγωνισμού και άρα πρέπει να τους διαβάσει κανείς ιδιαίτερα προσεκτικά. Ένα ψηφοδέλτιο κόμματος αποτελεί εκτός από άθροισμα προσώπων μια συνολική πρόταση του κόμματος προς το εκλογικό σώμα. Στο εσωτερικό του ψηφοδελτίου αναπτύσσονται πολλές φορές εντονότεροι ανταγωνισμοί από τους κομματικούς ανταγωνισμούς. Προφανώς, αν υπήρχαν δύο εκλογικές περιφέρειες στη Θεσσαλονίκη δεν επρόκειτο να υπάρχουν τα ίδια ψηφοδέλτια και στις δύο για κάθε κόμμα, αυτό άλλωστε απαγορεύεται από τον εκλογικό νόμο.


Επισκευτείτε το site του μέσου


...Δείτε επίσης άρθρα στα παρακάτω μέσα: